οδονταλγικός

οδονταλγικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οδονταλγία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οδονταλγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικον τού Ν. Κοντοπούλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”